ροκάνισμα

ροκάνισμα
το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν [ῥυκανίζω / ροκανίζω]
το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα
νεοελλ.
1. θορυβώδης μάσηση
2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα
τα ροκανίδια
3. φρ. «το ροκάνισμα τού χρόνου»
μτφ. σκόπιμη καθυστέρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ροκάνισμα — ροκάνισμα, το και ρουκάνισμα, το το να ροκανίζει κανείς: Το τραπέζι ήθελε ακόμη ροκάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροκανιστικός — και ρυκανιστικός, ή, ό, Ν [ροκανίζω / ρυκανίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ροκάνισμα 2. κατάλληλος για ροκάνισμα («ροκανιστικό εργαλείο») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροκανιστικά και ρυκανιστικά η αμοιβή τού ροκανιστή, τα πλανιστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεκοκάλισμα — και ξεκοκάλιασμα, το 1. η αφαίρεση τού κρέατος από τα κόκαλα 2. το φάγωμα τού κρέατος ώσπου να μείνουν τα κόκαλα 3. (σχετικά με περιουσία ή απόθεμα) κατασπατάληση, ροκάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ξυστήριος — ξυστήριος, ον (ΑΜ) [ξυστήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο ή ο κατάλληλος για ξύσιμο, για ροκάνισμα, για σκάλισμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστήριον οδοντιατρικό εργαλείο για απόξεση τών δοντιών …   Dictionary of Greek

  • παραξοή — ή, δωρ. τ. παρξοά, Α [παραξέω] λείανση, ροκάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ροκανιστής — ο, θηλ. ροκανίστρα και ρουκανίστρα, Ν [ροκανίζω] 1. ειδικός τεχνίτης για το ροκάνισμα, για το πλάνισμα τών ξύλων 2. το θηλ. ειδικό ξυλουργικό εργαλείο για τη λείανση επιφανειών ξύλου, η πλάνη …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνημα — το, Ν [ρυκανῶ] 1. το ροκάνισμα, το πλάνισμα 2. το ροκανίδι …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνισμα — το / ῥυκάνισμα, ίσματος. ΝΜΑ βλ. ροκάνισμα …   Dictionary of Greek

  • συγξέω — Α 1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα 2. παθ. συγξέομαι (για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”